αποδότης

αποδότης
ο
1) тот, кто отдаёт, возвращает что-л.; 2) вилы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποδότης" в других словарях:

  • αποδότης — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή και την ανύψωση των δεματίων των διαφόρων γεωργικών προϊόντων (σιτηρών, σανού κ.ά.), όταν αυτά πρόκειται να φορτωθούν, να τοποθετηθούν στην αλωνιστική μηχανή κλπ. Αποτελείται από ένα μακρύ …   Dictionary of Greek

  • μισθαποδότης — μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ) αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει μσν. (για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προ αποδότης] …   Dictionary of Greek

  • εκτιστής — ἐκτιστής, ο (Α) «αποδότης» κατά τον Ησύχιο …   Dictionary of Greek

  • πιλότος — ο, Ν 1. ο πλοηγός 2. ο χειριστής αεροσκάφους 3. κοινή ονομασία τού ακανθοπτερύγιου ψαριού ναυκράτης 4. φρ. «αυτόματος πιλότος» διάταξη που χρησιμοποιείται για την αυτόματη πλοήγηση τών αεροσκαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piloto < παλαιότ. αμάρτυρο …   Dictionary of Greek

  • ποδότης — (I) ητος, ἡ, Α [πους, ποδός] η ιδιότητα ανθρώπων και ζώων να έχουν πόδια. (II) ο, ΝΜ ναύκληρος, λοοτρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποδότης (< ἀποδίδωμι), με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»